παρακρατεῖται

παρακρατεῖται
παρακρατέω
detain
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακράτημα — το 1. (οικον.) το μέρος τής παραγωγής που παρακρατείται από τον παραγωγό με σκοπό τη συγκράτηση, την διασφάλιση τής τιμής σε ορισμένο επίπεδο 2. (δασοπ.) δέντρο που διατηρείται κατά την εκμετάλλευση τών πολυώροφων δασών με σκοπό την παραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • βιδάνιο — το (λ. ιταλ.) 1. το ποσοστό από τα κέρδη που παρακρατείται από τη χαρτοπαικτική λέσχη προς όφελός της. 2. το ποτό που μένει στον πάτο του ποτηριού, το απόπιομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”